- λιθοκόλλητος
- -η, -ο (Α λιθοκόλλητος, -ον)αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», Πλούτ.)αρχ.1. (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες πάνω του αιχμηρές πέτρες2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοκόλλητονψηφοθέτημα, μωσαϊκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -κολλητός (< κολλώ), πρβλ. ρινο-κόλλητος, χρυσο-κόλλητος].
Dictionary of Greek. 2013.